- ὁπόσον
- ὁπόσοςas manymasc acc sgὁπόσοςas manyneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
NILUS — I. NILUS Aegypti Episcopus exustus, sub Diocletiano. Vide Lactantium, l. 5. c. 11: II. NILUS Africae fluv. celeberrimus, ut Asiae Ganges, et Indus, atque Europae Danubius. Plurima eius ab antiquis perhibentur, et celebrantur nomina. Nam et… … Hofmann J. Lexicon universale
εκβλύζω — (AM ἐκβλύζω, Α και ἐκβλύω) 1. χύνομαι ή ρέω προς τα έξω, αναβλύζω 2. εκκρίνω («τὸ λείψανον... ἐκβλύζει μῡρον», «ὁπόσον ἱδρῶτα ἐκβλύζει τῶν σαρκῶν ὁ γεωπονῶν») … Dictionary of Greek
ποσός — ή, όν, ΝΜΑ αρχ. (αόρ. αντων.) 1. αυτός που έχει ποσότητα ή μέγεθος (α. «ποσόν τι γὰρ ὄν, ὁπόσον ἂν ᾖ, τοσοῡτον ὅλον ἀναγκαῑον εἶναι», Πλάτ. β. «ποσά τῶν περιφερῶν», Επίκτ.) 2. το ουδ. ως ουσ. ποσόν βλ. ποσό 3. φρ. α) «ἐπὶ ποσόν» για κάποιο… … Dictionary of Greek
σπορά — Η γεωργική εργασία της τοποθέτησης του σπόρου στο οργωμένο έδαφος. Παλιότερα γινόταν με το χέρι και, ανάλογα με το είδος της καλλιέργειας, οι σπόροι ή διασκορπίζονταν προς όλες τις κατευθύνσεις ή τοποθετούνταν σε αυλακιές. Σήμερα, εξαιτίας της… … Dictionary of Greek
φάρυγγας — (Ανατ.). Σωληνοειδής ανατομικός σχηματισμός, που βρίσκεται μπροστά από την αυχενική μοίρα της σπονδυλικής στήλης· επάνω φτάνει έως τη βάση του κρανίου και επικοινωνεί μπροστά με τις κοιλότητες της μύτης και του στόματος, στα πλάγια με το μέσον… … Dictionary of Greek
χανδάνω — Α (επικ. τ.) 1. χωρώ, περιλαμβάνω («ἕξ δ ἄρα μέτρα χάνδανεν [ὁ κρητήρ]», Ομ. Ιλ.) 2. μτφ. α) (για πρόσ.) περιορίζω («Ἥρη δ οὐκ ἔχαδε στῆθος χόλον» η Ήρα δεν μπορούσε να περιορίσει την οργή της στο στήθος, Ομ. Ιλ.) β) είμαι ικανός («κεκραξόμεσθά γ … Dictionary of Greek